- εκλακτίζω
- (AM ἐκλακτίζω)1. διώχνω με κλωτσιές2. (για εξουσία) αποτινάσσω, καταρρίπτω με τη βία3. (για περιουσία) εξανεμίζω, κατασπαταλώμσν.τρέπομαι σε φυγή με διασκελισμό, λακίζωαρχ.1. (για χορό κωμωδίας) κλοτσώ προς τα πίσω2. λακίζω, φεύγω κρυφά, εγκαταλείπω κάποιον με δόλιο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.